- ναρδόσταχυς
- ναρδόστᾰχυς, υος, ὁ, = foreg., Dsc.2.16, Gal.6.339.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ναρδόσταχυς — ο (ΑΜ ναρδόσταχυς) βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια βαλεριανίδες τής τάξης ρουβιώδη και από διάφορα είδη τού οποίου λαμβάνονται έλαια που χρησιμοποιούνται από την αρχαιότητα… … Dictionary of Greek
νάρδος — Πολυετές φυτό της οικογένειας των Αγρωστιδών ή Γραμινιδών (μονοκοτυλήδονα), αυτοφυές στην Ελλάδα, σε ορεινές και αλπικές βοσκές. Η επιστημονική ονομασία του είναι νάρδος ο σφικτός. Αποκτά τη μορφή πυκνής χαμηλής πρασινόγκριζας τούφας, από την… … Dictionary of Greek
στάχυς — Άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δεύτερος μετά τον απόστολο Ανδρέα επίσκοπος Κωνσταντινούπολης. Δεν είναι γνωστό, αν είναι εκείνος προς τον οποίο απόστολος Παύλος στέλνει ασπασμό (προς Ρωμαίους, επιστολή}. Η μνήμη του τιμάται, την 31η Οκτωβρίου … Dictionary of Greek
ՍՄԲՈՒԼ — ( ) NBH 2 0724 Chronological Sequence: Unknown date գ. ՍՄԲՈՒԼ ναρδοστάχυς, ναρδοῦ σταχύς spica nardi. իտ. spiganardi. որ գրի եւ ՍՈՒՄԲՈՒԼ, կամ ՍՆԲՈՒԼ. ... Այլեւայլ ազնիւ տեսակ ծաղկանց՝ անուշահոտ եւ ազգի գունով. ազգ նարգոսի, եւ ձագախոտի, եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)